- παλίμβιος
- παλίμβιος, -ον (Α)αυτός που ζει εκ νέου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλίμβιος — living again masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίμβιον — παλίμβιος living again masc/fem acc sg παλίμβιος living again neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμβίου — παλίμβιος living again masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμβίους — παλίμβιος living again masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek